Γνωμοδότηση σχετικά με την λήψη βιντεοληπτικού υλικού που απεικονίζει αστυνομικούς κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

Του Σωτηρίου Τερζούδη του Ευαγγέλου, Δικηγόρου Θεσσαλονίκης (ΑΜΔΣΘ 6032), κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός 26ης Οκτωβρίου 12

Μου ζητήθηκε από την «Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης», που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη, οδός Αριστοτέλους 12, όπως νομίμως εκπροσωπείται, να γνωμοδοτήσω για το εξής ζήτημα:

Εάν η λήψη βιντεοληπτικού υλικού που απεικονίζει αστυνομικού υπάλληλους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους είναι σύννομη, ιδίως μέσα στα αστυνομικά τμήματα.

Θεσσαλονίκη, 14/05/2019

Μία εκ των σημαντικότερων, εάν όχι η πλέον σημαντική, ελευθερία που κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα της Ελλάδας είναι η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας και ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου. Η σπουδαιότητα μάλιστα της συγκεκριμένης ελευθερίας αποδεικνύεται από το γεγονός ότι φορέας του δικαιώματος που πηγάζει από την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας είναι ο κάθε άνθρωπος που βρίσκεται στην Ελληνική επικράτεια.

Η προσωπικότητα αποτελεί πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις - εκφάνσεις του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές, συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας.

Προστατευόμενο αγαθό, ως έκφανση της προσωπικότητας είναι η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε, τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Έτσι, προσβολή προσωπικότητας συνιστούν οι πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του.

Το δικαίωμα στην προστασία της ατομικής εικόνας ενός προσώπου είναι από σημαντικότερα στοιχεία της προσωπικής του ανάπτυξης. Αντικείμενο προσβολής μπορεί να αποτελέσει η εικόνα του ανθρώπου, η οποία ανήκει όχι στο κοινό, αλλά μόνο σε εκείνον που παριστάνει, ο οποίος είναι και ο μόνος που μπορεί να ελέγχει το πώς χρησιμοποιείται μια φωτογραφία του και ο οποίος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί οποιαδήποτε δημοσίευσή της. Γι’ αυτό το λόγο, η, από άλλον, αποτύπωση, με φωτογράφηση ή άλλον τρόπο, ή η προβολή φωτογραφίας δημοσίως, χωρίς τη συναίνεση του εικονιζόμενου, αποτελεί, καθ’ αυτή, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή του δικαιώματος, επί της ιδίας εικόνας, και δεν απαιτείται να προσβάλλεται, συγχρόνως και άλλο αγαθό της προσωπικότητας του, όπως το απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής ή η τιμή και υπόληψη του. Αν συμβεί και το εικονιζόμενο πρόσωπο εμφανίζεται κάτω υπό συνθήκες που παραβιάζουν το απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής, με την αποκάλυψη στοιχείων της ή που μειώνουν την υπόληψη του, όπως όταν συνοδεύεται με δυσμενείς κρίσεις, εκτιμήσεις ή συμπεράσματα που είναι αληθή μεν αλλά ελλιπή, δημιουργούν δε, εσφαλμένες εντυπώσεις και αρνητικό κλίμα σε βάρος του, τότε προσβάλλονται περισσότερες εκφάνσεις της προσωπικότητας του και η προσβολή είναι σημαντικότερη. Το παράνομο της προσβολής της προσωπικότητας κάποιου, με την αποτύπωση ή την έκθεση της εικόνας του, αίρεται με τη ρητή ή σιωπηρή συναίνεση ή έγκριση του. Η συναίνεση του ενδιαφερομένου για τη δημοσίευση της φωτογραφίας πρέπει να είναι ρητή και καλύπτει, αν δεν συμφωνήθηκε αλλιώς, μόνο το σκοπό για τον οποίο δόθηκε και μπορεί να έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια. Άλλωστε, ως έκφανση της προσωπικότητας, κατοχυρώνεται το ανωτέρω δικαίωμα του προσώπου στην προστασία της εικόνας του, που περιλαμβάνει το δικαίωμα ν’ αρνείται τη λήψη φωτογραφίας του, τη διατήρησή της και την αναπαραγωγή της, και με τη διάταξη του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ..Σημαντικό να επισημάνουμε ότι η παραβίαση των προσωπικών δεδομένων ιδίως του προσωπικού της ελληνικής αστυνομίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί σε καμιά περίπτωση ,ιδίως όταν γίνεται ,μέσα σε αστυνομικά τμήματα και δεν καλύπτεται από γενικές και αόριστες επικλήσεις του δημοσίου συμφέροντος .

Πέραν της ανωτέρω προστασίας της προσωπικότητας, από το Σύνταγμα και τον Αστικό Κώδικα, στην ελληνική έννομη τάξη έχει θεσπιστεί ο Ν 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ο οποίος θεσπίστηκε προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κοινού νομοθέτη η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9 και 19 του Συντάγματος, και οι οποίες ανάγουν την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, προστατεύουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και διασφαλίζουν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθώς και το απόρρητο των επικοινωνιών του. Ο νόμος αυτός μάλιστα ενσωματώνει και την Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενώ πλέον σήμερα όλα τα νομοετήματα θα πρέπει να ερμηνεύονται και υπό το πρίσμα του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων.

Κατά το άρθρο 1 του Ν 2472/1997, όπως αυτός ισχύει, «αντικείμενο του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής». Εξάλλου στο άρθρο 2 του αυτού νόμου ορίζονται μεταξύ άλλων και τα εξής : «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως α) «Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων ….. γ) «Υποκείμενο των δεδομένων», το Φυσικό Πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) «Επεξεργασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα» («επεξεργασία»), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ή Ιδιωτικού Δικαίου ή ένωση προσώπων ή Φυσικό Πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα («αρχείο»), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια…… ια) «Συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, και με την οποία το υποκείμενο των Δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα Δεδομένα ή τις κατηγορίες Δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα.». Επίσης, κατά το άρθρο 3 του ιδίου νόμου, «1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. 2. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία Δεδομένων η οποία πραγματοποιείται: α) από Φυσικό Πρόσωπο για την άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών». Τέλος, στο άρθρο 5 παρ. 1 και 2 αυτού καθορίζονται οι προϋποθέσεις επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, η οποία επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν αυτή είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων, στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, και δεν θίγονται θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών.

Προσωπικά δεδομένα είναι κάθε πληροφορία που αναφέρεται και περιγράφει ένα άτομο, όπως στοιχεία αναγνώρισης, φυσικά χαρακτηριστικά, ενδιαφέροντα, δραστηριότητες. Στα Προσωπικά Δεδομένα, όπως η έννοια αυτών προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 2 στοιχείο (α) του ανωτέρω Νόμου, εντάσσονται και φωτογραφίες ενός προσώπου, οι δημοσιεύσεις δε τέτοιων φωτογραφιών στο διαδίκτυο, δηλαδή με ανάρτησή τους σε διαδικτυακούς τόπους (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης - διαδικτυακοί τόποι επικοινωνίας), συνιστούν ιδιαίτερες και διακριτές μορφές επεξεργασίας και δη αυτών της «καταχώρισης» και της «διάδοσης» προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου που η φωτογραφία αφορά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του ίδιου άρθρου 2 στοιχείο (δ) του ίδιου Νόμου.

Για να κριθεί εάν η συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 και συνακόλουθα και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ καθώς και του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων, θα πρέπει να εξετασθεί από ποιον πραγματοποιείται και ο σκοπός για τον οποίον πραγματοποιείται αυτή η συλλογή και επεξεργασία. Συνεπώς σε περίπτωση που η συλλογή και επεξεργασία πραγματοποιείται στις περιπτώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 και της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Ν.2474/1997, δεν συντρέχει ανάγκη προστασίας των προσωπικών δεδομένων και ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται ο νόμος για τα προσωπικά δεδομένα. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι κατά την στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, προέχει το δημόσιο συμφέρον.

Επίσης, έχει κριθεί ότι η προστασία προσωπικών δεδομένων μπορεί να καμφθεί σε περίπτωση που συγκρούεται με τη ελευθερία έκφρασης κάποιου άλλου ατόμου. Οι περιπτώσεις αυτές στην πλειονότητά τους αφορούν την ελευθερία έκφρασης ατόμου που δρα συνήθως υπό τη δημοσιογραφική ιδιότητα. Επειδή στην πράξη υπάρχουν αρκετές φορές διχογνωμίες για το εάν σε μία υπόθεση θα πρέπει να εφαρμοσθούν οι διατάξεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων ή όχι με την απόφαση του ΕΔΔΑ της 7.2.2012, υπόθεση Von Hannover κατά Γερμανίας, καθορίστηκαν τα κριτήρια που σχετίζονται με τη διαδικασία της στάθμισης του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης έναντι του δικαιώματος του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, το οποίο και προστατεύει ο νόμος για τα προσωπικά δεδομένα. Σύμφωνα με αυτή τα κριτήρια στάθμισης είναι τα εξής:

«(α) Συμβολή σε έναν διάλογο γενικού ενδιαφέροντος. Ένα αρχικό ουσιώδες κριτήριο είναι η συμβολή του Τύπου που γίνεται με τις φωτογραφίες ή τα άρθρα σε έναν διάλογο γενικότερου ενδιαφέροντος. Ο καθορισμός περί του τι αποτελεί ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος εξαρτάται από τις περιστάσεις της υπόθεσης. Το Δικαστήριο πάντως θεωρεί ότι είναι χρήσιμο να επισημάνει ότι έχει αναγνωρίσει την ύπαρξη ενός τέτοιου ενδιαφέροντος όχι μόνο όταν το δημοσίευμα αφορά πολιτικά θέματα ή εγκλήματα, αλλά και όταν αφορά αθλητικά θέματα ή καλλιτέχνες παραστατικών τεχνών. Ωστόσο, οι φημολογούμενες συζυγικές διαφορές ενός Προέδρου της Δημοκρατίας, οι οικονομικές διαφορές ενός διάσημου τραγουδιστή δεν φαίνεται να ήταν ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος.

(β) Πόσο γνωστό είναι το πρόσωπο και ποιο είναι το θέμα του δημοσιεύματος. Πρέπει να γίνει μια θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα στη δημοσίευση γεγονότων που μπορούν να συμβάλλουν σε έναν διάλογο σε μια δημοκρατική κοινωνία, για παράδειγμα, σε σχέση με πολιτικούς που ασκούν τις δημόσιες λειτουργίες τους, και στη δημοσίευση λεπτομερειών της ιδιωτικής ζωής ενός ατόμου που δεν ασκεί τέτοιες λειτουργίες. [...]. Όμοια, μολονότι υπό συγκεκριμένες ειδικές περιστάσεις το δικαίωμα του κοινού να ενημερώνεται μπορεί να εκτείνεται και σε πλευρές της ιδιωτικής ζωής των δημοσίων προσώπων, ιδίως των πολιτικών, δεν ισχύει το ίδιο - παρόλο που το πρόσωπο μπορεί να είναι γνωστό στο κοινό - όταν οι δημοσιευόμενες φωτογραφίες και οι συνοδεύοντες αυτήν σχολιασμοί σχετίζονται αποκλειστικά με λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής του προσώπου και έχουν μοναδικό σκοπό να ικανοποιήσουν τη σχετική περιέργεια του κοινού [...]

(γ) Προηγούμενη επικοινωνία με το εν λόγω πρόσωπο. Η επικοινωνία με το εν λόγω πρόσωπο πριν τη δημοσίευση του ρεπορτάζ ή το γεγονός ότι η φωτογραφία και οι σχετικές πληροφορίες έχουν ήδη εμφανιστεί σε προηγούμενο δημοσίευμα είναι επίσης παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν. Ωστόσο, το ίδιο το γεγονός της συνεργασίας με τον Τύπο σε προηγούμενες περιστάσεις δεν αποτελεί επιχείρημα αποκλεισμού του θιγόμενου μέρους από κάθε προστασία εναντίον της δημοσίευσης της επίμαχης φωτογραφίας.

(δ) Περιεχόμενο, μορφή και συνέπειες της δημοσίευσης. Ο τρόπος με τον οποίο έχουν δημοσιευθεί οι φωτογραφίες ή το ρεπορτάζ και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα άτομα στη φωτογραφία ή στο ρεπορτάζ μπορεί επίσης να είναι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη. [...] Η έκταση στην οποία έχουν διαδοθεί το ρεπορτάζ και οι φωτογραφίες μπορεί επίσης να είναι σημαντικός παράγοντας, ανάλογα με το εάν μια εφημερίδα είναι εθνικής ή τοπικής κυκλοφορίας και εάν έχει μεγάλη ή περιορισμένη κυκλοφορία [...].

(ε) Περιστάσεις υπό τις οποίες ελήφθησαν οι φωτογραφίες. Τέλος, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το πλαίσιο και οι περιστάσεις υπό τις οποίες δημοσιεύονται οι φωτογραφίες δεν μπορεί να παραβλεφθούν. Σε σχέση με αυτό, πρέπει να δίνεται σημασία στο εάν το φωτογραφούμενο πρόσωπο έδωσε τη συγκατάθεση του για τη λήψη και τη δημοσίευση των φωτογραφιών ή εάν αυτό έγινε χωρίς την ενημέρωση τους με απατηλά ή άλλα παράνομα μέσα.».

Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές πως ακόμα και στην περίπτωση που η λήψη και η επεξεργασία του υλικού που περιέχει προσωπικά δεδομένα γίνεται για λόγους δημοσιογραφικούς ή στα πλαίσια της ελευθερίας έκφρασης υπάρχει στάθμιση μεταξύ των συγκρουόμενων καθηκόντων και το ποιο από τα δύο θα είναι αυτό που θα τύχει προστασίας θα κριθεί in concreto. Όμως εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε ως κανόνα, είναι ότι η λήψη φωτογραφιών ή άλλου οπτικοακουστικού υλικού απαγορεύεται χωρίς την συναίνεση του απεικονιζόμενου προσώπου και επιφέρει βαρύτατες συνέπειες Η δε επίκληση λόγων που άπτονται δημοσίου συμφέροντος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί παρά μόνο ίσως όταν τα αστυνομικά όργανα διαπράττουν βαριά ποινικά αδικήματα αλλά και πάλι υπό προϋποθέσεις

Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνει μνεία και της απόφασης του ΕΔΔΑ (δεύτερο τμήμα) της 14ης Φεβρουαρίου 2019 στην υπόθεση C-345/17, η οποία αφορούσε την λήψη βιντεοσκοπικού υλικού που απεικονίζει Λετονούς αστυνομικούς εντός αστυνομικού τμήματος κατά την λήψη καταθέσεως και εν συνεχεία την ανάρτηση του ως άνω υλικού στο διαδίκτυο. Σύμφωνα με την απόφαση «Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 95/46 έχει την έννοια ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής η βιντεοσκόπηση αστυνομικών υπαλλήλων εντός αστυνομικού τμήματος, κατά τη λήψη καταθέσεως, και η δημοσιοποίηση του μαγνητοσκοπηθέντος με τον τρόπο αυτόν βίντεο σε δικτυακό τόπο αναρτήσεως βίντεο στον οποίον οι χρήστες μπορούν να στέλνουν, να παρακολουθούν και να μοιράζονται βίντεο».

Εν κατακλείδι, καθίσταται σαφές πως η λήψη οπτικού υλικού που απεικονίζει αστυνομικούς εν ώρα υπηρεσίας, είτε εκτελούν την υπηρεσία τους σε εσωτερικούς χώρους είτε σε εξωτερικούς, παραδείγματος χάριν μέτρα τάξης σε συγκεντρώσεις, εμπίπτει στην προστατευτική σφαίρα του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων και συνεπώς είναι παράνομη. Είναι δε πασιφανές ότι σε περίπτωση που υπάρξει σχετικός ισχυρισμός ότι το υλικό ελήφθη για δημοσιογραφικούς λόγους αυτό θα κριθεί in concreto από τις αρμόδιες αρχές.

Οι αστυνομικοί μπορεί μεν να εκτελούν τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί σε δημόσιους χώρους και το σύνολο των καθηκόντων που καλούνται να επιτελέσουν να συνδέεται στενά με την άσκηση κρατικής εξουσίας όμως αυτό δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την παραβίαση των συνταγματικά και υπερνομοθετικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους, μεταξύ των οποίων και η προστασία της προσωπικότητας τους. Η λήψη φωτογραφικού και βιντεοληπτικού υλικού χωρίς την συναίνεση των προσώπων που απεικονίζονται σε αυτό, ήτοι των αστυνομικών, συνιστά παράνομη πράξη με βαρύτατες συνέπειες.

Φόρμα Επικαιροποίησης Στοιχείων Μελών

Δηλώσεις Προέδρου Τσαϊρίδη Θεόδωρου

Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης

Η Ένωση Υπαλλήλων Αστυνομικών Θεσσαλονίκης είναι μια δυναμική οργάνωση που αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των αστυνομικών στο νομό Θεσσαλονίκης.

Διαβάστε το τελευταίο τεύχος